Ποδόσφαιρο | Football
Η
κίνηση του βοηθού διαιτητή που υποδεικνύει παράβαση του κανονισμού για
το οφσάιντ, από παίκτη που βρισκόταν στο μέσον της απόστασης του βοηθού
από την άλλη άκρη του γηπέδου.


Βιβλιογραφία
https://el.wikipedia.org/wiki/Ποσόσφαιρο
Το ποδοσφαιρικό παιχνίδι βασίζεται σε ένα σύνολο κανόνων, που είναι γνωστοί ως Κανόνες Παιχνιδιού, και παίζεται με τη χρήση μιας φουσκωμένης ελαστικής σφαίρας, της μπάλας ποδοσφαίρου. Με στρίψιμο κέρματος πριν από την έναρξη του αγώνα αποφασίζεται σε ποια πλευρά του γηπέδου θα εγκαταστήσει την εστία της κάθε ομάδα και ποια θα εκτελέσει το εναρκτήριο λάκτισμα. Κατά τη διάρκεια του αγώνα, κάθε ομάδα προσπαθεί να οδηγήσει τη μπάλα στην εστία της αντίπαλης, που ορίζεται από το «τέρμα» σε καθεμιά από τις στενές πλευρές του γηπέδου και φυλάσσεται από συγκεκριμένο παίκτη, τον τερματοφύλακα. Εφόσον ολόκληρη η μπάλα περάσει πίσω από τη γραμμή, ανάμεσα από τα δύο κατακόρυφα και το οριζόντιο δοκάρι του αντίπαλου τέρματος, και εφόσον δεν έχει προηγηθεί κάποια παράβαση από την επιτιθέμενη ομάδα, τότε η ομάδα αυτή θεωρείται ότι σημείωσε «γκολ» ή «τέρμα».[14] Αν από λάθος κατά τη διαδικασία απόκρουσης παίκτης της αμυνόμενης ομάδας στείλει ο ίδιος τη μπάλα στο τέρμα, τότε θεωρείται και πάλι ότι σημειώθηκε γκολ υπέρ της επιτιθέμενης ομάδας («αυτογκόλ»). Η ομάδα που έχει πετύχει τα περισσότερα τέρματα στο τέλος του παιχνιδιού είναι η νικήτρια. Σε περίπτωση ίσου αριθμού γκολ, το παιχνίδι λήγει ισόπαλο ή οδηγείται στην παράταση ή / και στα πέναλτι, ανάλογα με τη διαδικασία που προβλέπεται στη διοργάνωση. Στα περισσότερα επαγγελματικά παιχνίδια σημειώνονται μόνο μερικά γκολ. Στην αγγλική Πρέμιερ Λιγκ, για παράδειγμα, την περίοδο 2005-06 ο μέσος όρος γκολ ανά αγώνα ήταν 2,48.[15]
Οι επιτιθέμενοι ποδοσφαιριστές προσπαθούν να δημιουργήσουν ευκαιρίες για γκολ μέσω επιδέξιων ατομικών ελιγμών αποφυγής του αντιπάλου (ντρίμπλα), μεταβίβασης της μπάλας σε συμπαίκτη (πάσα) και βολής προς το τέρμα (σουτ). Οι αμυνόμενοι ποδοσφαιριστές προσπαθούν να ανακτήσουν τον έλεγχο της μπάλας είτε ανακόπτοντας μια πάσα είτε διεκδικώντας τη μπάλα από τον αντίπαλο ποδοσφαιριστή (τάκλιν). Η φυσική επαφή μεταξύ των αντιπάλων είναι περιορισμένη. Θεμελιώδης κανόνας του ποδοσφαίρου είναι ότι κανένας παίκτης, εκτός από τον τερματοφύλακα, δεν μπορεί να χειριστεί σκόπιμα τη μπάλα με τα άνω άκρα του, από τον ώμο ως την άκρη των δακτύλων, κατά τη διάρκεια του αγώνα μέσα στον αγωνιστικό χώρο.[16] Ο τερματοφύλακας επιτρέπεται να χειριστεί τη μπάλα με τα χέρια του εφόσον βρίσκεται μέσα στην μεγάλη περιοχή μπροστά από τη δική του εστία. Οι άλλοι παίκτες μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα χέρια τους μόνο για την επαναφορά της μπάλας στον αγωνιστικό χώρο (εκτέλεση «πλάγιου άουτ»). Παρά το γεγονός ότι οι παίκτες χρησιμοποιούν συνήθως τα πόδια τους για να κυκλοφορήσουν τη μπάλα στο αγωνιστικό χώρο, χρησιμοποιούν περιστασιακά και το κεφάλι («κεφαλιά» με το μέτωπο), το στήθος ή άλλο μέλος του σώματος.[17] Όλοι οι ποδοσφαιριστές είναι ελεύθεροι να κινούνται σε ολόκληρο τον αγωνιστικό χώρο και να παίζουν τη μπάλα προς οποιαδήποτε κατεύθυνση, αρκεί ένας επιτιθέμενος παίκτης να μην βρίσκεται κοντά στο αντίπαλο τέρμα όταν λάβει τη μπάλα έχοντας μόνο τον αμυνόμενο τερματοφύλακα μεταξύ του ιδίου και του τέρματος («θέση οφσάιντ»).[18] Το παιχνίδι έχει γενικά ελεύθερη ροή, που σταματά μόνο όταν η μπάλα περάσει έξω από τον αγωνιστικό χώρο ή όταν διακοπεί από τον διαιτητή λόγω παράβασης των κανόνων. Μετά από διακοπή, το παιχνίδι ξαναρχίζει με ένα συγκεκριμένο τρόπο επανεκκίνησης.[19]

Ετυμολογία και ονομασίες

Ο αγωνιστικός χώρος
Επειδή οι κανόνες του ποδοσφαίρου διατυπώθηκαν αρχικά στην Αγγλία από τις τέσσερις βρετανικές ποδοσφαιρικές ομοσπονδίες και το Διεθνές Ποδοσφαιρικό Συμβούλιο, οι τυποποιημένες διαστάσεις του ποδοσφαιρικού γηπέδου μετρήθηκαν σε βρετανικές μονάδες μέτρησης. Στη σύγχρονη εποχή, οι Κανόνες Παιχνιδιού αναφέρουν τις κατά προσέγγιση ισοδύναμες διαστάσεις σε διεθνείς μονάδες μέτρησης. Η τάση χρήσης των παραδοσιακών μονάδων παραμένει σε αγγλόφωνες χώρες.[10]
Το γήπεδο ποδοσφαίρου και οι διαστάσεις του
Ο αγωνιστικός χώρος χωρίζεται σε δύο τμήματα με μία διχοτόμο γραμμή (γραμμή κέντρου), που περνά από το σημείο του κέντρου του γηπέδου και συναντά το μέσο κάθε πλάγιας γραμμής. Γύρω από το σημείο του κέντρου χαράσσεται κύκλος με ακτίνα 9,15 μέτρα.[11] Κάθετα προς τη γραμμή τέρματος χαράσσονται δύο γραμμές που αρχίζουν από απόσταση 5,50 μέτρων από το εσωτερικό κάθε κάθετου δοκαριού. Οι γραμμές αυτές εκτείνονται μέσα στον αγωνιστικό χώρο σε απόσταση 5,50 μέτρων και ενώνονται με μία γραμμή παράλληλη με τη γραμμή τέρματος. Η περιοχή που καθορίζεται από τις γραμμές αυτές και την γραμμή τέρματος αποτελεί την «περιοχή τέρματος» ή «μικρή περιοχή».[11]
Κάθετα προς τη γραμμή τέρματος χαράσσονται επίσης δύο γραμμές που αρχίζουν από απόσταση 16,50 μέτρων από το εσωτερικό κάθε κάθετου δοκαριού. Οι γραμμές αυτές εκτείνονται μέσα στον αγωνιστικό χώρο, σε απόσταση 16,50 μέτρων και ενώνονται με μία γραμμή παράλληλη με τη γραμμή τέρματος. Η περιοχή που καθορίζεται από τις γραμμές αυτές και τη γραμμή τέρματος αποτελεί την «περιοχή πέναλτι» ή «μεγάλη περιοχή». Μέσα σε κάθε περιοχή πέναλτι αποτυπώνεται το σημείο του πέναλτι σε απόσταση 11 μέτρων από τη μέση της απόστασης μεταξύ των κάθετων δοκαριών και σε ίση απόσταση από αυτά. Έξω από την περιοχή πέναλτι χαράσσεται ένα τόξο κύκλου με ακτίνα 9,15 μέτρων από το κέντρο κάθε σημείου πέναλτι.[11]
Σε κάθε γωνία («κόρνερ») του αγωνιστικού χώρου τοποθετείται ένα κοντάρι ύψους το λιγότερο 1,5 μέτρα, χωρίς αιχμηρή κορυφή, με σημαία. Κοντάρια με σημαία επιτρέπεται να τοποθετηθούν επίσης σε κάθε άκρο της διχοτόμου γραμμής σε απόσταση το λιγότερο 1 μέτρο έξω από την πλάγια γραμμή. Στο εσωτερικό κάθε γωνίας του αγωνιστικού χώρου χαράσσεται ένα τεταρτημόριο κύκλου με ακτίνα 1 μέτρο από κάθε κοντάρι.[11]
Ένα ορθογώνιο τέρμα που σχηματίζεται από δύο κατακόρυφα και ένα οριζόντιο δοκάρι είναι τοποθετημένο στο μέσο κάθε γραμμής τέρματος και ορίζει την εστία της ομάδας.[11] Οι κάθετες και η οριζόντια δοκός πρέπει να είναι κατασκευασμένες από ξύλο, μέταλλο ή άλλο εγκεκριμένο υλικό, να έχουν διατομή τετράγωνη, ορθογώνια, κυκλική ή ελλειπτική χωρίς να είναι επικίνδυνα για τους παίκτες,[11] και και να έχουν λευκό χρώμα.[11] Τα δύο κάθετα δοκάρια βρίσκονται σε ίση απόσταση από κάθε κοντάρι με σημαία του κόρνερ. Η απόσταση μεταξύ των κάθετων δοκαριών είναι 7,32 μέτρα και η απόσταση από το χαμηλότερο άκρο του οριζόντιου δοκαριού μέχρι το έδαφος είναι 2,44 μέτρα. Τα δύο κάθετα δοκάρια και το οριζόντιο δοκάρι έχουν το ίδιο πλάτος και πάχος μεταξύ τους, όχι μεγαλύτερο από 12 εκατοστά, και το ίδιο πλάτος με τις γραμμές τέρματος. Στο τέρμα και στο έδαφος πίσω από το τέρμα επιτρέπεται να αναρτηθούν δίχτυα που συγκρατούν τη μπάλα όταν περάσει το τέρμα (αν και δεν είναι απαραίτητα σύμφωνα με τους Κανόνες Παιχνιδιού), με την προϋπόθεση ότι είναι καλά στερεωμένα και δεν εμποδίζουν τους παίκτες. Τα τέρματα πρέπει να είναι αγκυρωμένα με ασφάλεια στο έδαφος. Επιτρέπεται η χρήση μεταφερόμενων τερμάτων, εφόσον πληρούν αυτή την προϋπόθεση.[11]
Τρόπος διεξαγωγής
Ένας τερματοφύλακας αποκρούει σουτ μέσα στη μεγάλη περιοχή.
Οι επιτιθέμενοι ποδοσφαιριστές προσπαθούν να δημιουργήσουν ευκαιρίες για γκολ μέσω επιδέξιων ατομικών ελιγμών αποφυγής του αντιπάλου (ντρίμπλα), μεταβίβασης της μπάλας σε συμπαίκτη (πάσα) και βολής προς το τέρμα (σουτ). Οι αμυνόμενοι ποδοσφαιριστές προσπαθούν να ανακτήσουν τον έλεγχο της μπάλας είτε ανακόπτοντας μια πάσα είτε διεκδικώντας τη μπάλα από τον αντίπαλο ποδοσφαιριστή (τάκλιν). Η φυσική επαφή μεταξύ των αντιπάλων είναι περιορισμένη. Θεμελιώδης κανόνας του ποδοσφαίρου είναι ότι κανένας παίκτης, εκτός από τον τερματοφύλακα, δεν μπορεί να χειριστεί σκόπιμα τη μπάλα με τα άνω άκρα του, από τον ώμο ως την άκρη των δακτύλων, κατά τη διάρκεια του αγώνα μέσα στον αγωνιστικό χώρο.[16] Ο τερματοφύλακας επιτρέπεται να χειριστεί τη μπάλα με τα χέρια του εφόσον βρίσκεται μέσα στην μεγάλη περιοχή μπροστά από τη δική του εστία. Οι άλλοι παίκτες μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα χέρια τους μόνο για την επαναφορά της μπάλας στον αγωνιστικό χώρο (εκτέλεση «πλάγιου άουτ»). Παρά το γεγονός ότι οι παίκτες χρησιμοποιούν συνήθως τα πόδια τους για να κυκλοφορήσουν τη μπάλα στο αγωνιστικό χώρο, χρησιμοποιούν περιστασιακά και το κεφάλι («κεφαλιά» με το μέτωπο), το στήθος ή άλλο μέλος του σώματος.[17] Όλοι οι ποδοσφαιριστές είναι ελεύθεροι να κινούνται σε ολόκληρο τον αγωνιστικό χώρο και να παίζουν τη μπάλα προς οποιαδήποτε κατεύθυνση, αρκεί ένας επιτιθέμενος παίκτης να μην βρίσκεται κοντά στο αντίπαλο τέρμα όταν λάβει τη μπάλα έχοντας μόνο τον αμυνόμενο τερματοφύλακα μεταξύ του ιδίου και του τέρματος («θέση οφσάιντ»).[18] Το παιχνίδι έχει γενικά ελεύθερη ροή, που σταματά μόνο όταν η μπάλα περάσει έξω από τον αγωνιστικό χώρο ή όταν διακοπεί από τον διαιτητή λόγω παράβασης των κανόνων. Μετά από διακοπή, το παιχνίδι ξαναρχίζει με ένα συγκεκριμένο τρόπο επανεκκίνησης.[19]
Αν και οι Κανόνες Παιχνιδιού δεν καθορίζουν τις θέσεις των ποδοσφαιριστών στο γήπεδο εκτός από τη θέση του τερματοφύλακα,[20] οι ποδοσφαιριστές συνήθως κατατάσσονται σε τρεις κύριες κατηγορίες, ανάλογα με τις συγκεκριμένες θέσεις στις οποίες συνήθως αγωνίζονται: επιθετικοί (με κύριο στόχο την επίτευξη γκολ), αμυντικοί (που ειδικεύονται στην αποτροπή τερμάτων από τους αντιπάλους) και στους μέσους, με κύριο καθήκον να διατηρήσουν την κατοχή της μπάλας, να παίρνουν την μπάλα από τους αμυντικούς και να την προωθούν στους επιθετικούς της ομάδας τους. Οι θέσεις αυτές εξειδικεύονται περαιτέρω ανάλογα με το σημείο στο οποίο είναι τοποθετημένος κάθε ποδοσφαιριστής. Για παράδειγμα, υπάρχουν κεντρικοί αμυντικοί και αριστερός ή δεξιός ακραίος μέσος. Οι δέκα ποδοσφαιριστές στις θέσεις αυτές μπορούν να διατάσσονται σε οποιοδήποτε συνδυασμό. Ο αριθμός των ποδοσφαιριστών σε κάθε θέση καθορίζει τη στρατηγική κάθε ομάδας. Περισσότεροι επιθετικοί και λιγότεροι αμυντικοί δημιουργούν ένα πιο επιθετικό παιχνίδι, ενώ το αντίθετο δημιουργεί ένα πιο αμυντικό στυλ παιχνιδιού. Η διάταξη των ποδοσφαιριστών μιας ομάδας είναι γνωστή σαν σύστημα ποδοσφαίρου και είναι συνήθως ευθύνη του προπονητή της ομάδας.[21] Σε κάθε ομάδα υπάρχει ένας ποδοσφαιριστής σε ρόλο αρχηγού, με μόνες ιδιαίτερες αρμοδιότητές του, σύμφωνα με τους Κανόνες του Παιχνιδιού, τη συμμετοχή στην κλήρωση πριν από το εναρκτήριο λάκτισμα ή το πέναλτι και κάποιο βαθμό ευθύνης για τη συμπεριφορά της ομάδας του μέσα στο γήπεδο.[22][23]
Ιστορία
Μαρμάρινη εικόνα στην οποία απεικονίζεται ένας αρχαίος Έλληνας να ισορροπεί μία μπάλα με το πόδι του. Έκθεμα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών.
Οι Κανόνες του Κέμπριτζ, που καταρτίστηκαν για πρώτη φορά στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ το 1848, είχαν μεγάλη επιρροή στην ανάπτυξη των επόμενων κανόνων του ποδοσφαίρου. Οι Κανόνες του Κέμπριτζ γράφτηκαν στο Τρίνιτι Κόλετζ (Trinity College) του Κέμπριτζ σε μια συνεδρίαση στην οποία συμμετείχαν εκπρόσωποι από τα σχολεία Ίτον (Eaton College), Χάροου (Harrow School), Ράγκμπι (Rugby School),[7] Γουίντσεστερ (Winchester College) και Σριούσμπερι (Shrewsbury School). Δεν είχαν καθιερωθεί καθολικά, όπου δηλαδή παιζόταν το ποδόσφαιρο. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1850, πολλές ομάδες που δεν συνδέονταν με σχολεία ή πανεπιστήμιο δημιουργήθηκαν σε όλο τον αγγλόφωνο κόσμο, για να παίζουν διάφορες μορφές του ποδοσφαίρου. Μερικές ομάδες δημιούργησαν τους δικούς τους ξεχωριστούς κανόνες, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη Σέφιλντ,[7] που δημιουργήθηκε από πρώην μαθητές του δημόσιου σχολείου το 1857,[26] και που οδήγησε στη δημιουργία της Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας του Σέφιλντ (Sheffield Football Association) το 1867[27] και των Κανόνων του Σέφιλντ.[28] Το 1862, ο Τζον Τσαρλς Θρινκ (John Charles Thring), εκπαιδευτικός του σχολείου Uppingham School, επινόησε επίσης ένα σύνολο κανόνων, οι οποίοι αποκαλούνταν «The Simplest Game» ή «The Uppingham Rules».[29]
Η ομάδα Ρόγιαλ Εντζινίρς η οποία ήταν φιναλίστ στο πρώτο τελικό του κυπέλλου Αγγλίας το 1872
Η Εθνική Αγγλίας αντιμέτωπη με την Εθνική Σκωτίας το 1872 στο The Oval
Κανόνες
Το Διεθνές Ποδοσφαιρικό Συμβούλιο έχει καθορίσει 17 κανόνες, που είναι γνωστοί ως Κανόνες Παιχνιδιού και δημοσιεύονται από τη FIFA.[39] Κάθε κανόνας περιγράφει προδιαγραφές ή ορίζει κατευθυντήριες γραμμές. Οι ίδιοι κανόνες εφαρμόζονται σε όλα τα επίπεδα αγώνων, αν και επιτρέπονται ορισμένες τροποποιήσεις για ομάδες παίδων, παλαιμάχων, γυναικών και ατόμων με ειδικές αδυναμίες. Οι κανόνες είναι συχνά διατυπωμένοι με γενικό τρόπο, επιτρέποντας έτσι την ευελιξία στην εφαρμογή τους ανάλογα με τη φύση του παιχνιδιού. Εκτός από τους 17 κανόνες, πολλές από τις αποφάσεις και οδηγίες του Διεθνούς Ποδοσφαιρικού Συμβουλίου συμβάλλουν στη ρύθμιση του αθλήματος.- Κανόνας 1: Ο Αγωνιστικός χώρος
- Κανόνας 2: Η Μπάλα
- Κανόνας 3: Ο αριθμός των ποδοσφαιριστών
- Κανόνας 4: Εξοπλισμός ποδοσφαιριστή
- Κανόνας 5: Ο διαιτητής
- Κανόνας 6: Οι βοηθοί διαιτητές
- Κανόνας 7: Διάρκεια του αγώνα
- Κανόνας 8: Έναρξη και επανέναρξη του παιχνιδιού
- Κανόνας 9: Η μπάλα εντός και εκτός παιχνιδιού
- Κανόνας 10: Μέθοδος επίτευξης τέρματος
- Κανόνας 11: Παίκτης εκτός παιχνιδιού (Οφσάιντ)
- Κανόνας 12: Παραβάσεις και ανάρμοστη συμπεριφορά (Φάουλ)
- Κανόνας 13: Ελεύθερο λάκτισμα (άμεσο και έμμεσο)
- Κανόνας 14: Πέναλτι (ποδόσφαιρο)
- Κανόνας 15: Επαναφορά από την πλάγια γραμμή (Πλάγιο άουτ)
- Κανόνας 16: Από τέρματος λάκτισμα (Άουτ)
- Κανόνας 17: Το γωνιαίο λάκτισμα (Κόρνερ)
Η μπάλα
Σύμφωνα με τους Κανόνες Παιχνιδιού, η μπάλα πρέπει να έχει σφαιρικό σχήμα, να είναι κατασκευασμένη από δέρμα ή άλλο κατάλληλο υλικό και να έχει περιφέρεια το πολύ 70 εκατοστά και το λιγότερο 28 εκατοστά. Το βάρος της πρέπει να μην ξεπερνά τα 450 γραμμάρια και να μην είναι λιγότερο από 410 γραμμάρια κατά την έναρξη του αγώνα. Επιπρόσθετα, η πίεση στο εσωτερικό της μπάλας στο επίπεδο της θάλασσας πρέπει να είναι 0,6 με 1,1 ατμόσφαιρες.[40][41]Αν κατά τη διάρκεια του αγώνα η μπάλα σκάσει ή καταστεί αντικανονική, ο αγώνας διακόπτεται και ξαναρχίζει με τη νέα μπάλα να τοποθετείται στο σημείο που η αρχική μπάλα κατέστη ελαττωματική, εκτός αν το παιχνίδι διακόπηκε μέσα στην περιοχή τέρματος, περίπτωση κατά την οποία ο διαιτητής αφήνει τη νέα μπάλα να πέσει στη γραμμή της περιοχής του τέρματος που είναι παράλληλη με τη γραμμή τέρματος στο πλησιέστερο σημείο όπου βρισκόταν η αρχική μπάλα όταν διακόπηκε το παιχνίδι («ελεύθερο του διαιτητή»).[40][41]
Εάν η μπάλα σκάσει ή καταστεί αντικανονική κατά τη διάρκεια ενός λακτίσματος πέναλτι ή ενός λακτίσματος από το σημείο πέναλτι καθώς κινείται εμπρός και πριν ακουμπήσει κάποιον παίκτη ή το δοκάρι ή το τέρμα, το λάκτισμα επαναλαμβάνεται. Αν η μπάλα σκάσει ή καταστεί αντικανονική σε διακοπή του αγώνα, σε εναρκτήριο λάκτισμα, από τέρματος λάκτισμα, γωνιακό λάκτισμα (κόρνερ), ελεύθερο λάκτισμα, λάκτισμα πέναλτι ή επαναφορά της μπάλας από τα πλάγια, ο αγώνας ξαναρχίζει ανάλογα με την περίπτωση.[40][41]
Δεν επιτρέπεται η αλλαγή της μπάλας κατά τη διάρκεια του αγώνα χωρίς την έγκριση του διαιτητή.[40][41]
Ο αριθμός των ποδοσφαιριστών
Κάθε ομάδα αγωνίζεται κατ' ανώτατο όριο με έντεκα ποδοσφαιριστές, ένας από τους οποίους πρέπει να αγωνίζεται στη θέση του τερματοφύλακα. Οι ομάδες διαθέτουν επίσης αναπληρωματικούς παίκτες για να αντικαταστήσουν παίκτες που αγωνίζονται, όταν παραστεί ανάγκη κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού. Ο μέγιστος αριθμός αλλαγών που επιτρέπονται στα περισσότερα διεθνή και τοπικά πρωταθλήματα είναι τρεις για κάθε ομάδα. Σε άλλες διοργανώσεις ή σε φιλικά παιχνίδια ο αριθμός αυτός μπορεί να διαφέρει. Συνήθεις λόγοι για αλλαγή ενός ποδοσφαιριστή είναι ο τραυματισμός, η κούραση, η αναποτελεσματικότητα, η αλλαγή στην τακτική της ομάδας ή, όταν το αποτέλεσμα είναι ευνοϊκό για την ομάδα προς το τέλος του παιχνιδιού, η επιθυμία να κερδηθεί χρόνος ή να δοθεί η ευκαιρία σε αναπληρωματικούς παίκτες να αγωνιστούν. Στα παιχνίδια ενηλίκων, ο ποδοσφαιριστής που έχει αντικατασταθεί συνήθως δεν μπορεί να λάβει περαιτέρω μέρος στο παιχνίδι.[42] Οι κανόνες της διοργάνωσης μπορεί να καθορίζουν ελάχιστο αριθμό ποδοσφαιριστών που μπορεί να θεωρηθούν ομάδα, συνήθως επτά. Το Διεθνές Ποδοσφαιρικό Συμβούλιο συνιστά ότι ένας αγώνας δεν θα πρέπει να συνεχιστεί, εάν υπάρχουν λιγότεροι από επτά παίκτες σε τουλάχιστον μία από τις δύο ομάδες. Η απόφαση για τους βαθμούς σε παιχνίδια που έχουν διακοπεί για τον πιο πάνω λόγο επαφίεται στις αρμόδιες ποδοσφαιρικές ομοσπονδίες.[20]Εξοπλισμός ποδοσφαιριστή
Διαιτητής και βοηθοί διαιτητές
Ο Αυστριακός βοηθός διαιτητής Clemens Schüttengruber υποδεικνύει οφσάιντ
Διάρκεια του αγώνα
Ένα παιχνίδι ποδοσφαίρου αποτελείται από δύο περιόδους των 45 λεπτών έκαστη, γνωστές ως ημίχρονα. Ο χρόνος κάθε ημιχρόνου τρέχει συνεχώς, χωρίς να σταματάει όταν η μπάλα είναι εκτός παιχνιδιού. Μεταξύ των δύο ημιχρόνων υπάρχει ένα διάλειμμα, το οποίο συνήθως έχει διάρκεια 15 λεπτά.[49] Ο διαιτητής είναι ο επίσημος χρονομέτρης του αγώνα και μπορεί να προσθέσει περαιτέρω χρόνο (μερικά λεπτά) σε κάθε ημίχρονο εξαιτίας του χρόνου που χάνεται για τις αλλαγές των ποδοσφαιριστών, τους τραυματισμούς που χρήζουν προσοχής ή για άλλες διακοπές του παιχνιδιού. Ο χρόνος που προστίθεται από το διαιτητή συνήθως αναφέρεται ως «χρόνος καθυστερήσεων» ή «καθυστερήσεις του αγώνα». Η διάρκεια του χρόνου αυτού είναι στη διακριτική ευχέρεια του διαιτητή. Μόνο ο διαιτητής σηματοδοτεί το τέλος του αγώνα. Εάν στον αγώνα έχει οριστεί και τέταρτος διαιτητής, προς το τέλος κάθε ημιχρόνου ο διαιτητής κάνει σύνθημα στον τέταρτο διαιτητή για το πόσα λεπτά καθυστερήσεων προτίθεται να προσθέσει. Έπειτα, ο τέταρτος διαιτητής ενημερώνει τους ποδοσφαιριστές και τους θεατές, κρατώντας μια πινακίδα που δείχνει τον αριθμό των λεπτών των καθυστερήσεων. Ο αριθμός αυτός μπορεί να παραταθεί από τον διαιτητή.[49] Ο χρόνος των καθυστερήσεων εισήχθη εξαιτίας ενός περιστατικού που συνέβη το 1891 κατά τη διάρκεια ενός αγώνα μεταξύ της Στόουκ Σίτι και της Άστον Βίλα. Το σκορ του αγώνα ήταν 1-0 και υπολείπονταν δύο λεπτά για να συμπληρωθεί το ενενηντάλεπτο. Η Στόουκ κέρδισε πέναλτι. Ο τερματοφύλακας της Άστον Βίλα κλώτσησε την μπάλα εκτός γηπέδου και μέχρι να επαναφερθεί εντός γηπέδου, ο χρόνος των ενενήντα λεπτών είχε εξαντληθεί.[50] Ο κανονισμός καθορίζει ακόμη ότι σε περίπτωση που πρέπει να εκτελεστεί ή να επαναληφθεί ένα πέναλτι, η διάρκεια κάθε ημιχρόνου παρατείνεται μέχρι να εκτελεστεί το πέναλτι.[22]
Ο τέταρτος διαιτητής υποδεικνύει ότι θα υπάρξουν τουλάχιστον δύο λεπτά χρόνου καθυστέρησης.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000, το Διεθνές Ποδοσφαιρικό Συμβούλιο πειραματίστηκε με διάφορους τρόπους καθορισμού του νικητή, χωρίς να απαιτείται η διαδικασία των πέναλτι, η οποία συχνά θεωρείται ως ένας ανεπιθύμητος τρόπος για να ολοκληρωθεί ένας αγώνας. Σύμφωνα με τους κανόνες αυτούς ένα παιχνίδι ολοκληρώνεται πριν να ολοκληρωθεί η παράταση, είτε όταν μια ομάδα πετύχει γκολ (χρυσό γκολ), είτε αν μια ομάδα κατέχει το προβάδισμα στο τέλος του πρώτου ημιχρόνου της παράτασης (ασημένιο γκολ). Το χρυσό γκολ χρησιμοποιήθηκε στο Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου 1998 και το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου 2002. Το πρώτο παιχνίδι του Παγκοσμίου Κυπέλλου που κρίθηκε με το χρυσό γκολ ήταν η νίκη της Εθνικής Γαλλίας επί της Εθνική Παραγουάης το 1998. Η πρώτη μεγάλη διοργάνωση που κρίθηκε με χρυσό γκολ ήταν ο τελικός του Ευρωπαϊκού πρωταθλήματος 1996 μεταξύ Εθνικής Γερμανίας και Εθνικής Τσεχίας (2-1). Το ασημένιο γκολ χρησιμοποιήθηκε στο Euro 2004 με την Εθνική Ελλάδος να κερδίζει την Εθνική Τσεχίας στον ημιτελικό και να προκρίνεται στον τελικό. Και τα δύο αυτά πειράματα διακόπηκαν από το Διεθνές Ποδοσφαιρικό Συμβούλιο.[51]
Η μπάλα εντός και εκτός παιχνιδιού
Σύμφωνα με τους Κανόνες Παιχνιδιού, οι δύο βασικές καταστάσεις του παιχνιδιού κατά τη διάρκεια του είναι «μπάλα εντός» και «μπάλα εκτός» παιχνιδιού. Η μπάλα είναι εκτός παιχνιδιού, δηλαδή «δεν παίζει», όταν περάσει ολόκληρη έξω από τη γραμμή τέρματος ή την πλάγια γραμμή, είτε στο έδαφος, είτε στον αέρα και όταν το παιχνίδι έχει διακοπεί από τον διαιτητή. Η μπάλα είναι εντός παιχνιδιού, δηλαδή «παίζει», σε όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων όπου η μπάλα αναπηδάει από ένα κάθετο ή οριζόντιο δοκάρι ή το κοντάρι με τη σημαία και παραμείνει μέσα στα αγωνιστικό χώρο ή όταν αναπηδήσει είτε επάνω στο διαιτητή ή ένα βοηθό διαιτητή όταν βρίσκονται μέσα στον αγωνιστικό χώρο.[47]Όταν η μπάλα είναι εκτός παιχνιδιού, το παιχνίδι επαναρχίζει με ένα από τους οκτώ τρόπους επανεκκίνηση, ανάλογα με το πώς βγήκε από το παιχνίδι:

- Εναρκτήριο λάκτισμα (Σέντρα): Πραγματοποιείται στην αρχή κάθε ημιχρόνου ή μετά από την επίτευξη γκολ από την αντίπαλη ομάδα.[52]
- Επαναφορά από την πλάγια γραμμή (Πλάγιο άουτ): Πραγματοποιείται όταν η μπάλα περάσει την πλάγια γραμμή. Εκτελείται με τα χέρια από ποδοσφαιριστή της αντίπαλης ομάδας του ποδοσφαιριστή που άγγιξε τελευταίος την μπάλα πριν περάσει την πλάγια γραμμή.[53]
- Από τέρματος λάκτισμα (Άουτ): Πραγματοποιείται όταν η μπάλα περάσει εξολοκλήρου τη γραμμή τέρματος (χωρίς να έχει επιτευχθεί γκολ) και όταν ο τελευταίος που την άγγιξε ήταν ποδοσφαιριστής της επιτιθέμενης ομάδας. Εκτελείται από την αμυντική ομάδα.[54]
- Το γωνιαίο λάκτισμα (Κόρνερ): Πραγματοποιείται όταν η μπάλα περάσει εξολοκλήρου τη γραμμή τέρματος (χωρίς να έχει επιτευχθεί γκολ) και όταν ο τελευταίος που την άγγιξε ήταν ποδοσφαιριστής της αμυνόμενης ομάδας. Εκτελείται από την επιτιθέμενη ομάδα.[55]
- Έμμεσο ελεύθερο λάκτισμα: Εκτελείται από την αντίπαλη ομάδα μετά από φάουλ που δεν είναι πέναλτι, ορισμένες τεχνικές παραβάσεις ή όταν το παιχνίδι έχει διακοπεί προκειμένου να παρατηρηθεί ένας ποδοσφαιριστής, χωρίς να έχει συμβεί ένα συγκεκριμένο φάουλ. Δεν μπορεί να σημειωθεί απευθείας γκολ από έμμεσο ελεύθερο λάκτισμα, αν δεν αγγίξει την μπάλα κάποιος άλλος ποδοσφαιριστής πρώτα.[56]
- Άμεσο ελεύθερο λάκτισμα: Εκτελείται από την ομάδα εις βάρος της οποίας έγινε φάουλ (αλλά δεν είναι πέναλτι). Μπορεί να επιτευχθεί γκολ από άμεσο ελεύθερο λάκτισμα.[56]
- Πέναλτι (ποδόσφαιρο): Το πέναλτι επιβάλλεται σε βάρος μιας ομάδας που διαπράττει οποιαδήποτε από τις παραβάσεις για τις οποίες επιβάλλεται ένα άμεσο ελεύθερο λάκτισμα, ενώ η μπάλα βρίσκεται μέσα στη δική της περιοχή πέναλτι (μεγάλη περιοχή).[57] Ο ποδοσφαιριστής τοποθετεί την μπάλα σε απόσταση 11 μέτρων από το τέρμα της αντίπαλης ομάδας (στο σημείο του πέναλτι) και προσπαθεί με ένα ελεύθερο κτύπημα να βάλει γκολ στον αντίπαλο τερματοφύλακα. Οι υπόλοιποι ποδοσφαιριστές και των δύο ομάδων πρέπει να βρίσκονται έξω από τη μεγάλη περιοχή και πίσω από το σημείο του πέναλτι, σε απόσταση τουλάχιστον 9,15 μέτρα από αυτό.[58] Το πέναλτι μπορεί και να εκτελεστεί με πάσα, πράγμα που γίνεται πολύ σπάνια πλέον.
- Ελεύθερο διαιτητή: Πραγματοποιείται όταν ο διαιτητής έχει διακόψει το παιχνίδι για οποιοδήποτε λόγο, όπως ο τραυματισμός ενός ποδοσφαιριστή, παρεμβολές από εξωτερικούς παράγοντες ή όταν η μπάλα γίνει ελαττωματική.[52]
Οφσάιντ
Η απαγόρευση του οφσάιντ είναι ένας από τους πρώτους κανόνες που εδραιώθηκαν στο ποδόσφαιρο, πριν αυτό πάρει τη μορφή με την οποία το ξέρουμε σήμερα και έχει καθορίσει σε μεγάλο βαθμό τη μοντέρνα μορφή του ποδοσφαίρου. Θεωρείται από τους πιο περίπλοκους κανόνες του ποδοσφαίρου και πολλές φορές παίκτες, προπονητές και θεατές θέτουν υπό αμφισβήτηση τις αποφάσεις που λαμβάνονται από το διαιτητή και τους βοηθούς του σε έναν αγώνα. Έχουν γίνει πολλές προσπάθειες αναθεώρησης του συγκεκριμένου κανόνα από το Διεθνές Ποδοσφαιρικό Συμβούλιο ώστε να γίνει αποτελεσματικός και να βελτιώνει την ποιότητα του ποδοσφαίρου ως θέαμα. Εντούτοις, κάθε νέα αναθεώρηση δεν αφομοιώνεται εύκολα και έχουν υπάρξει αντιδράσεις.[60], καθώς επιτυγχάνονται συχνά γκολ που ακυρώνονται από τον διαιτητή, με τον σκόρερ να βρίσκεται σε θέση οφσάιντ ή γκολ που θα έπρεπε να ακυρωθούν. Τα τελευταία χρόνια ο κανόνας του οφσάιντ έχει δεχτεί κριτική και υπάρχουν προπονητές, παίκτες ή αναλυτές που τείνουν προς την κατάργηση ή την αλλαγή του.[61][62][63]
Παραβάσεις και ανάρμοστη συμπεριφορά
Εντός αγωνιστικού χώρου
![]() |
![]() | |
Οι
ποδοσφαιριστές προειδοποιούνται με κίτρινη κάρτα και αποβάλλονται με
κόκκινη κάρτα. Αυτά τα χρώματα χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά στο Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου 1970 και από τότε χρησιμοποιούνται συνεχώς.
|
Ένας ποδοσφαιριστής σκοράρει πέναλτι που δόθηκε μετά από παράβαση στη μεγάλη περιοχή.
Σε περίπτωση παράβασης που κανονικά προβλέπεται διακοπή της ροής του παιχνιδιού, ο διαιτητής μπορεί να επιτρέψει να συνεχιστεί, αν αυτό ευνοεί την ομάδα εις βάρος της οποίας έγινε η παράβαση. Αυτό είναι γνωστό ως «πλεονέκτημα».[64] Ο διαιτητής μπορεί να καλέσει κοντά του τον ποδοσφαιριστή που διέπραξε την παράβαση και να τον τιμωρήσει, αν το αναμενόμενο πλεονέκτημα δεν προκύψει μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα. Ακόμα και αν η παράβαση δεν τιμωρηθεί λόγω πλεονεκτήματος, ο δράστης μπορεί να τιμωρηθεί για ανάρμοστη συμπεριφορά στην επόμενη διακοπή του παιχνιδιού.[65]
Οι αποφάσεις του διαιτητή για κάθε θέμα εντός του αγωνιστικού χώρου θεωρούνται οριστικές. Το σκορ του αγώνα δεν μπορεί να τροποποιηθεί μετά από το παιχνίδι, ακόμη και αν αργότερα τα στοιχεία δείχνουν ότι οι αποφάσεις (συμπεριλαμβανομένων των γκολ που μέτρησαν ή δεν μέτρησαν) ήταν λανθασμένες. Ένας διαιτητής μπορεί να αλλάξει την απόφαση του μονάχα κατά τη διάρκεια του αγώνα εάν συνειδητοποιήσει ότι έκανε λάθος ή αφού συμβουλευτεί ένα βοηθό διαιτητή ή τον τέταρτο διαιτητή (η τελική απόφαση είναι του διαιτητή), εφόσον το παιχνίδι δεν έχει αρχίσει εκ νέου ή δεν έχει ολοκληρωθεί.[66]
Εκτός αγωνιστικού χώρου
Μαζί με τη γενική διοίκηση του αθλήματος, οι ποδοσφαιρικές ομοσπονδίες και οι διοργανωτές των ποδοσφαιρικών συναντήσεων προσπαθούν να επιβάλουν επίσης καλή συμπεριφορά σε τομείς που σχετίζονται ευρύτερα με το ποδόσφαιρο, όπως τα σχόλια στον Τύπο, η οικονομική διαχείριση των ομάδων, το ντόπινγκ, η συμπεριφορά των νομικών προσώπων-φορέων των ομάδων, το «ευ αγωνίζεσθαι» κ.τ.λ.[67] Μερικά περιστατικά εντός αγωνιστικού χώρου, εάν θεωρηθούν σοβαρά (όπως συνθήματα φυλετικών διακρίσεων[68]), μπορεί να χρήζουν περαιτέρω αντιμετώπισης πέρα από αυτή που είναι στις αρμοδιότητες του διαιτητή εντός αγωνιστικού χώρου. Ορισμένες ομοσπονδίες επιτρέπουν προσφυγές από τις ομάδες κατά των ποινών που επιβάλλονται σε ποδοσφαιριστές εντός του αγωνιστικού χώρου, εφόσον πιστεύουν ότι η απόφαση του διαιτητή ήταν λανθασμένη ή υπερβολικά σκληρή.Κυρώσεις για τις πιο πάνω παραβάσεις είναι δυνατό να επιβληθούν σε άτομα ή σε ομάδες. Οι κυρώσεις κυμαίνονται από πρόστιμα και αφαίρεση βαθμών σε διοργάνωση πρωταθλήματος έως αποβολή από διοργανώσεις. Για παράδειγμα, στα αγγλικά και σκωτσέζικα πρωταθλήματα συχνά αφαιρούνται δέκα βαθμοί από ομάδες που εισέρχονται σε καθεστώς οικονομικής διαχείρισης, όπως συνέβη, μεταξύ άλλων, στην περίπτωση της αγγλικής Πόρτσμουθ, στις αρχές του 2012.[69][70][71]
Διοικητικά σώματα
- Ασία: Ασιατική Συνομοσπονδία Ποδοσφαίρου (AFC)
- Αφρική: Αφρικανική Συνομοσπονδία Ποδοσφαίρου (CAF)
- Ευρώπη: Ένωση Ευρωπαϊκών Ποδοσφαιρικών Ομοσπονδιών (UEFA)
- Βόρεια/Κεντρική Αμερική και Καραϊβική: Ποδοσφαιρική Συνομοσπονδία Βόρειας και Κεντρικής Αμερικής (CONCACAF)
- Ωκεανία: Ποδοσφαιρική Συνομοσπονδία Ωκεανίας (OFC)
- Νότια Αμερική: Ποδοσφαιρική Συνομοσπονδία Νοτίου Αμερικής (CONMEBOL)
Παρόλο που η ΦΙΦΑ είναι υπεύθυνη για τη διενέργεια ποδοσφαιρικών διοργανώσεων και για τους περισσότερους κανόνες που διέπουν τις διεθνείς διοργανώσεις, οι Κανόνες Παιχνιδιού καθορίζονται από το Διεθνές Ποδοσφαιρικό Συμβούλιο, στο οποίο έχουν από μία ψήφο οι τέσσερις ομοσπονδίες του Ηνωμένου Βασιλείου (Ένωση Ποδοσφαίρου Αγγλίας, Ιρλανδική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία, Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία Ουαλίας και Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία Σκωτίας), ενώ η ΦΙΦΑ έχει συνολικά τέσσερις ψήφους.[37]
Διοργανώσεις και Βαθμολογία
Διεθνείς διοργανώσεις
Η σημαντικότερη διεθνής ποδοσφαιρική διοργάνωση είναι το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου (ή Μουντιάλ), το οποίο διοργανώνεται από τη ΦΙΦΑ. Η διοργάνωση λαμβάνει χώρα κάθε τέσσερα χρόνια. Περίπου 190-200 εθνικές ομάδες διαγωνίζονται στα προκριματικά της διοργάνωσης που τελούνται υπό την αιγίδα των ηπειρωτικών συνομοσπονδιών, για μια θέση στην τελική φάση της διοργάνωσης. Η τελική φάση, η οποία διεξάγεται κάθε τέσσερα χρόνια, περιλαμβάνει 32 εθνικές ομάδες που διαγωνίζονται για μια χρονική περίοδο περίπου ενός μηνός. Ο αριθμός των ομάδων που συμμετέχουν στην τελική φάση έχει αλλάξει στην διάρκεια της ιστορίας του θεσμού. Η πιο πρόσφατη αλλαγή έλαβε χώρα ενόψει του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου του 1998, όπου υπήρξε αύξηση του αριθμού των ομάδων από 24 σε 32.[73] Το πιο πρόσφατο τουρνουά ήταν το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου 2018, το οποίο διοργανώθηκε στη Ρωσία το διάστημα μεταξύ 14 Ιουνίου 2018 και 15 Ιουλίου 2018.
Ενός λεπτού σιγή πριν από την έναρξη ενός διεθνούς αγώνα.
Μετά το Παγκόσμιο κύπελλο, οι σημαντικότερες διεθνείς ποδοσφαιρικές διοργανώσεις είναι τα πρωταθλήματα των συνομοσπονδιών, τα οποία οργανώνονται από κάθε συνομοσπονδία και συμμετέχουν οι εθνικές ομάδες των μελών τους. Οι διοργανώσεις αυτές είναι το Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου ή Euro (ΟΥΕΦΑ), το Κόπα Αμέρικα (CONMEBOL), το Κύπελλο Εθνών Αφρικής (CAF), το Ασιατικό Κύπελλο Εθνών Ποδοσφαίρου (AFC), το Χρυσό Κύπελλο CONCACAF (CONCACAF) και το Κύπελλο Εθνών Ωκεανίας (OFC). Στο Κύπελλο Συνομοσπονδιών ΦΙΦΑ συμμετέχουν οι νικητές των πιο πάνω διοργανώσεων, η εκάστοτε κάτοχος του Παγκοσμίου Κυπέλλου και η εθνική ομάδα του κράτους το οποίο διοργανώνει το Κύπελλο Συνομοσπονδιών.[77] Το Κύπελλο Συνομοσπονδιών γενικά θεωρείται ως μια «προθέρμανση» για το επερχόμενο Παγκόσμιο Κύπελλο και δεν έχει την ίδια αίγλη με το τελευταίο.[78] Οι πιο διάσημες διασυλλογικές διοργανώσεις είναι τα αντίστοιχα πρωταθλήματα κάθε συνομοσπονδίας, στα οποία γενικά συμμετέχουν οι πρωταθλητές κάθε κράτους (για παράδειγμα το ΟΥΕΦΑ Τσάμπιονς Λιγκ στην Ευρώπη και το Κόπα Λιμπερταδόρες στην Νότια Αμερική). Οι νικητές των διασυλλογικών διοργανώσεων κάθε συνομοσπονδίας έρχονται αντιμέτωπες μεταξύ τους στο πλαίσιο του Παγκοσμίου Κυπέλλου Συλλόγων, το οποίο διοργανώνει η ΦΙΦΑ.[79]
Τοπικές διοργανώσεις
Οι ομοσπονδίες κάθε κράτους διοργανώνουν πρωταθλήματα σε μια ποδοσφαιρική περίοδο. Η συμμετοχή των ομάδων στα πρωταθλήματα αυτά γίνεται κατά κατηγορίες (επαγγελματικές, ερασιτεχνικές, εθνικές, τοπικές, ανώτερες, κατώτερες κ.τ.λ.). Οι ομάδες κάθε κατηγορίας κατατάσσονται σε πίνακες βαθμολογίας ανάλογα με τους βαθμούς που κερδίζουν από κάθε αγώνα καθ' όλη τη διάρκεια της περιόδου. στο πλαίσιο ενός πρωταθλήματος, κάθε ομάδα συνήθως αντιμετωπίζει όλες τις υπόλοιπες ομάδες της ίδιας κατηγορίας σε ένα αγώνα στην έδρας της και σε ένα στην έδρα της άλλης ομάδας. Στο τέλος της περιόδου η ομάδα που βρίσκεται στην κορυφή του βαθμολογικού πίνακα ανακηρύσσεται πρωταθλήτρια της κατηγορίας. Οι ομάδες που τερματίζουν στις πρώτες θέσεις μπορεί να προαχθούν σε ανώτερη κατηγορία και οι ομάδες που θα τερματίσουν στις τελευταίες θέσεις να υποβιβαστούν σε κατώτερη κατηγορία για την επόμενη περίοδο.[80] Επιπλέον, οι ομάδες που τερματίζουν στις πρώτες θέσεις του βαθμολογικού πίνακα της ανώτερης κατηγορίας κάθε κράτους, μπορεί να κερδίζουν το δικαίωμα να αγωνιστούν σε διεθνείς διασυλλογικές διοργανώσεις της επόμενης περιόδου. Οι κυριότερες εξαιρέσεις του κανόνα αυτού είναι τα πρωταθλήματα της Λατινικής Αμερικής, τα οποία χωρίζονται σε δύο τμήματα, το Απερτούρα (ισπαν. «άνοιγμα») και το Κλαουσούρα (ισπαν. «κλείσιμο»), όπου κάθε τμήμα ανακηρύσσει και ένα πρωταθλητή.[81] Στις περισσότερες χώρες, το σύστημα πρωταθλήματος συνοδεύεται από μία ή περισσότερες διοργανώσεις κυπέλλου, που συνήθως διεξάγεται με νοκ-άουτ αγώνες.Βαθμολογία
Συνήθως, οι ποδοσφαιρικές διοργανώσεις, που περιλαμβάνουν περισσότερες από δύο ομάδες, δημιουργούν ομίλους ομάδων, όπου όλες οι ομάδες αντιμετωπίζουν τις υπόλοιπες μία φορά τουλάχιστον. Για να υπάρξει μια σχετική κατάταξη όλων των ομάδων εντός του ομίλου, κάθε ομάδα συγκεντρώνει μια ειδική βαθμολογία μετά από κάθε αγώνα, ανάλογα με το αποτέλεσμα, που επιτυγχάνει. Έτσι, οι καλύτερες ομάδες συγκεντρώνουν περισσότερους βαθμούς και ξεχωρίζουν από τους άλλους στο βαθμολογικό πίνακα.Από το πρώτο Παγκόσμιο Κύπελλο ίσχυε, ότι η νικήτρια ομάδα καρπωνόταν 2 βαθμούς, ενώ η ηττημένη 0 βαθμούς. Σε περίπτωση ισοπαλίας, οι ομάδες λάμβαναν από 1 βαθμό. Ωστόσο, το σύστημα βαθμολογίας συχνά ποικίλε από χώρα σε χώρα και από χρονιά σε χρονιά. Για παράδειγμα, στο Ελληνικό Πρωτάθλημα μεταξύ των ετών 1959-1973 οι νικητές βαθμολογούνταν με 3 βαθμούς, οι ηττημένοι με 1 και οι ισόπαλες ομάδες με 2 βαθμούς. Άλλα παραδείγματα τροποποιημένης βαθμολογίας είναι τα βουλγαρικά Πρωταθλήματα των ετών 1984–87, στα οποία οι χωρίς-γκολ ισόπαλες ομάδες δεν κέρδιζαν βαθμούς· το ιρλανδικό Πρωταθλήματα 1981-1982, στο οποίο οι ομάδες κέρδιζαν 4, 3, 2, 1 και 0 βαθμούς για εκτός έδρας νίκη, εντός έδρας νίκη, εκτός έδρας ισοπαλία, εντός έδρας ισοπαλία και ήττα, αντίστοιχα· το γιουγκοσλαβικό Πρωτάθλημα των ετών 1989-1992, όπου οι ισόπαλοι αγώνες διαλύονταν με τη διαδικασία των πέναλτι, έτσι ώστε οι νικητές στην κανονική διάρκεια έπαιρναν 2 βαθμούς, ενώ μετά τα πέναλτι έπαιρναν 1 βαθμό, με τους ηττημένους σε κάθε περίπτωση να μένουν χωρίς βαθμό· και τα γαλλικά Πρωταθλήματα των ετών 1973–76, όπου απονέμονταν ένας επιπλέον βαθμός στις ομάδες, που πετύχαιναν τρία γκολ στον αγώνα.
Στην προσπάθεια των διοργανωτών να γίνει το άθλημα πιο επιθετικό, επικράτησε σταδιακά η νικητήρια ομάδα να "πριμοδοτείται" με 3 βαθμούς, αντί 2. Σύμφωνα με τους εμπνευστές αυτής της ιδέας, οι ομάδες δε θα επαναπαύονται στην ισοπαλία, καθώς η προοπτική συγκομιδής δύο επιπλέον βαθμών (και όχι μόνο ενός βαθμού), παίζοντας για ένα τελευταίο νικητήριο γκολ, υπερτερεί της προοπτικής απώλειας ενός βαθμού λόγω ήττας, δεχόμενες ένα τελευταίο γκολ από την αντίπαλη ομάδα. Μια δεύτερη λογική ήταν η πιθανή αποτροπή συμπαιγνιών μεταξύ των ομάδων, που τους αρκεί μια ισοπαλία για να προχωρήσουν σε μια διοργάνωση ή να αποφύγουν τον υποβιβασμό. Επικριτές της αλλαγής ισχυρίζονται, ότι οι ομάδες, που προηγούνται με ένα γκολ προς το τέλος του αγώνα, δυσκολεύονται να κρατήσουν το προβάδισμα. Η αλλαγή αυτού του κανόνα είχε αξιοσημείωτο αντίκτυπο στο τουρκικό Πρωτάθλημα, στο οποίο, μετά την εφαρμογή των τριών βαθμών για τη νίκη, αυξήθηκε σημαντικά ο μέσος αριθμός των τερμάτων, που επιτεύχθηκαν, δικαιώνοντας την αλλαγή.
Βιβλιογραφία
https://el.wikipedia.org/wiki/Ποσόσφαιρο
Comments
Post a Comment